ἀΐδυλος

ἀΐδυλος
ἀΐδυλος
Grammatical information: adj.
Meaning: θρασύς (H., EM).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Wrong for ἀΐδηλος (Ε 897)? Otherwise Leumann Glotta 32, 218 A. 4. Fur. 262f compares αἴσυλος.
Page in Frisk: 1,35

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αΐδυλος — ἀίδυλος, ον (Α) κατά τον Ησύχιο «θρασύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανότερη είναι η άποψη (τού Leumann) που θεωρεί τη λ. παραλλαγμένη μορφή τού ομηρικού επιθ. ἀήσυλος «πονηρός, φαύλος» (με τροπή τού η σε ι και τού σ σε δ πιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”